Page 8 - Η Χρυσή Βροχή
P. 8

Η ώρα περνούσε χωρίς όμως εκείνη να
                       συνέρχεται. Όλα έδειχναν πως το νεαρό
                     κορίτσι κοιμόταν βαθιά και πως δεν άκουγε
                                         κανέναν.
                   Μετά από λίγη ώρα, καθώς η Δήμητρα άνοιγε

                   τα μάτια της, ένιωσε την ανάγκη να τεντωθεί
                          και να απολαύσει την αίσθηση της
                                        χαλάρωσης,

                        που είχε αγκαλιάσει όλο της το σώμα.
                   Τίποτα δεν της θύμιζε την περιπέτεια της στο
                      λεωφορείο. Ήταν σίγουρη πως βρισκόταν

                     ακόμα στο δωμάτιο της. Κοίταξε γύρω της,
                   όμως τίποτα από όσα έβλεπε δεν θύμιζαν τον

                    χώρο της. Δεν υπήρχαν ούτε τα έπιπλα, ούτε
                             τα ρούχα, ούτε τα βιβλία της.
                        Βρισκόταν σ’ ένα μέρος, που της ήταν

                    εντελώς άγνωστο και δεν μπορούσε ούτε να
                    το περιγράψει. Της έλειπαν οι λέξεις. Υπήρχε
                     όμως κάτι που της ήταν οικείο. Ένα άρωμα

                    που πλανιόταν στο αέρα! Θα έβαζε στοίχημα
                     πως το γνώριζε από παλιά, χωρίς όμως να
                        έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό της.

                    Μπερδεμένη καθώς ήταν με όσα έβλεπε και
                      ένιωθε, η Δήμητρα θέλησε να φωνάξει τη

                    μητέρα της, για να βεβαιωθεί πως το μυαλό
                                 της δεν έπαιζε μαζί της.





                                              5
   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13