Page 4 - Η Χρυσή Βροχή
P. 4
“Δήμητρα, ξύπνα! Θα χάσεις το λεωφορείο
και πάλι θα βρίζεις.”
“΄Ωχου, μ’ αυτό το σχολείο! Δεν φτάνει που
είναι τόσο βαρετό, χάνω και τον ύπνο μου!
Πώς να σου το πω, για να το καταλάβεις;
Βαριέμαι το σχολείο, βαριέμαι το λεωφορείο,
β α ρ ι έ μ α ι !!!”.
Αυτός ήταν ένας σχεδόν καθημερινός
διάλογος μεταξύ της Δήμητρας και της
μητέρας της Ιουλίας. Ήταν μία από τις
πολλές συγκρούσεις ανάμεσα σε μάνα και
κόρη, που δεν είχαν κανένα κοινό σημείο
επικοινωνίας. Άσπρο η μία, μαύρο η άλλη.
“Δεν είσαι παιδί μου εσύ”, έλεγε η μάνα.
“Αυτό είναι σίγουρο”, απαντούσε η κόρη.
Αν δεν υπήρχε τόση ομοιότητα μεταξύ τους,
θα έλεγε κανείς πως έγινε κάποιο μπέρδεμα
στο μαιευτήριο.
Η Δήμητρα σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια.
Πλύθηκε, ντύθηκε, ετοίμασε τη τσάντα της,
ήπιε την πορτοκαλάδα της και έκλεισε τη
πόρτα πίσω της με δύναμη. Το βήμα της ήταν
βιαστικό, έπρεπε να προλάβει το λεωφορείο
των επτά και τριάντα.
Απέφυγε να κοιτάξει το ρολόι της, μήπως οι
δείκτες του της έλεγαν, πως ο χρόνος δεν
ήταν μαζί της.
1