Page 12 - Η Χρυσή Βροχή
P. 12

“Εντάξει, Μάνα”, αποκρίθηκε βαριεστημένα.
                    “Ας πούμε πως υπάρχει ο Ονειρόκοσμος και
                      ας πούμε πως εσείς είστε τα όνειρα και οι

                        επιθυμίες μου. Πού βρίσκομαι και πως
                                     έφτασα ως εδώ;”
                     “Ξέχασες; Εσύ μας κάλεσες”, αποκρίθηκε η

                     μορφή, που άρχισε να γίνεται πιο λαμπερή.
                      “Ζήτησες να βρεθείς στην άλλη άκρη του
                     πλανήτη και να μην βλέπεις κανέναν, έτσι

                        δεν είναι; Αυτό ζήτησες, αυτό έλαβες.”
                      Η Δήμητρα ένιωσε πως ο λαιμός της είχε

                      στεγνώσει και πως οι λέξεις δεν έβγαιναν
                                    από το στόμα της.
                      “Δη…δηλαδή, δεν θα ξαναδώ τους γονείς

                       μου; Ούτε τους φίλους μου;” ρώτησε με
                    δισταγμό. “Όσο για το σχολείο δε με νοιάζει,
                     ας μην ξαναπάω!”, συμπλήρωσε κάνοντας

                                      μια γκριμάτσα.
                    “Θα έχεις ό,τι ακριβώς ζήτησες”, αποκρίθηκε
                          με γαλήνια φωνή η Μάνα. “Τίποτα

                            περισσότερο, τίποτα λιγότερο.”
                    Η νεαρή έφηβη ένιωθε αμήχανα. Η σκέψη να

                   μην ξαναπατήσει το πόδι της στο σχολείο την
                       ανακούφιζε, όμως τι θα γινόταν με τους
                            φίλους της και τους δικούς της;








                                              9
   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16   17