Page 46 - Η Χρυσή Βροχή
P. 46

Δεν θα πήγαινε καθόλου στο σχολείο και θα
                              έκανε μια βόλτα στην πόλη.
                               Ήταν η τυχερή της ημέρα!

                       Ένιωθε πως είχε χάσει την αίσθηση του
                      χρόνου. Θα μπορούσε να είναι Άνοιξη, θα
                      μπορούσε, όμως, να είναι και Καλοκαίρι.

                      Ο ήλιος ήταν λαμπερός, όσο ποτέ άλλοτε.
                   Όσο για τα λουλούδια, πρώτη φορά τα έβλεπε
                               με τόσο φωτεινά χρώματα.

                    Ήθελε να τα αγγίξει, να τους μιλήσει και να
                    τους τραγουδήσει. Νόμιζε πως της έκλειναν

                     το μάτι, νόμιζε πως χόρευαν μπροστά της.
                        Το κορίτσι κοντοστάθηκε. Κοίταξε την
                     αντανάκλαση της σε μια τζαμαρία και είπε

                                      στο είδωλο της:
                    “Σίγουρα το γαλακτομπούρεκο κάτι είχε! Να
                     δεις που ο κύριος Θανάσης βάζει ρακόμελο

                          στο σιρόπι, δεν εξηγείται αλλιώς!”

                    Η βόλτα μέσα από το πάρκο συνεχίστηκε για

                    αρκετή ώρα, μέχρι που ο δρόμος την έφερε σε
                    μια τετράγωνη πλατεία, που δεν γνώριζε την
                                        ύπαρξη της.

                      Στο κέντρο της υπήρχε ένα σιντριβάνι και
                                   γύρω του παγκάκια.









                                              43
   41   42   43   44   45   46   47   48   49   50   51