Page 44 - Η Χρυσή Βροχή
P. 44

Μια άλλη κυρία, στρουμπουλή και με κόκκινα
                      μάγουλα, πήρε φόρα και με λίγο ειρωνικό
                                     ύφος πρόσθεσε:

                     “Μήπως ξενύχτησες και λιποθύμησες από
                   την αϋπνία ή μήπως ήπιες κανένα ποτάκι και
                    σε πείραξε; Αχ, εσείς οι νέοι, που δεν ακούτε

                                         κανέναν!”
                    Η Δήμητρα άκουγε όσα της έλεγαν, χωρίς να
                                  μπορεί να αντιδράσει.

                     Για καλή της τύχη, η κυρία με τη βεντάλια,
                   της χαμογέλασε και της πρόσφερε ένα ποτήρι

                        με δροσερό νερό. Ακολούθησε και ένα
                            σιροπιαστό γαλακτομπούρεκο.
                   “Έλα, το γλυκό θα σε συνεφέρει και θα γίνεις

                    περδίκι!”, πρόσθεσε η κυρία με τη βεντάλια,
                      που δε σταμάτησε καθόλου να την κουνά.
                    Το σιρόπι και η αφράτη κρέμα ήταν βάλσαμο

                         για το κορίτσι που προσπαθούσε να
                                καταλάβει τι είχε συμβεί.
                    Καθώς απολάμβανε το γλυκό της, το βλέμμα

                      της εξερευνούσε διακριτικά όλο τον χώρο
                                 στον οποίο βρισκόταν.

                       Ήταν ένα παλιό ζαχαροπλαστείο. Όταν
                     έφτασε η στιγμή να καταπιεί το τελευταίο
                          κομμάτι από το γαλακτομπούρεκο,








                                              41
   39   40   41   42   43   44   45   46   47   48   49