Page 14 - Η Χρυσή Βροχή
P. 14
Τα μάτια της νεαρής ταξιδιώτισσας
φαίνονταν ανοιχτά, όμως εκείνη θα έβαζε
στοίχημα πως κοιμόταν βαθιά, πως
βρισκόταν κάπου, όπου δεν υπήρχαν σκέψεις
να βασανίζουν το μυαλό της
“Ξύπνα! Ήρθε η ώρα”, της ψιθύρισε γλυκά η
Μάνα. Η Δήμητρα ξαφνιάστηκε από την
παρουσία της. Ναι!, τώρα μπορούσε να τη δει.
Μπορούσε να δει τη λάμψη της, που έμοιαζε
να μεταμορφώνεται, άλλοτε σε στρόβιλο,
άλλοτε σε λωτό κι άλλοτε σε αέρινη
γυναικεία μορφή.
“Έλα μαζί μου! Έχεις πολλά να μάθεις”, της
είπε η Μάνα, καθώς άπλωνε το χέρι της προς
το μέρος της.
Η Δήμητρα, μαγεμένη από την παρουσία της
και χωρίς κανένα δισταγμό, άγγιξε το χέρι
της με τις άκρες των δακτύλων της.
Είχαν γίνει ένα.
Βρέθηκαν μέσα σε ένα πέπλο από διάχυτο
γαλάζιο φως. Μικρές χρυσές σφαίρες
πετάγονταν από παντού και ήχοι θείας
μουσικής απλώνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η Δήμητρα ένιωθε εκστασιασμένη!
Όσα παραμύθια κι αν της είχαν διαβάσει
μικρή, ποτέ κανείς δεν είχε περιγράψει μια
τέτοια εικόνα.
11