Page 12 - Το Κόκκινο Σκαθάρι
P. 12

“Έλα μαζί μας. Θα μας βοηθήσεις να
                   κουβαλήσουμε τους σπόρους στην φωλιά μας
                         και σε αντάλλαγμα θα σου δώσουμε
                                      την φιλία μας.”
                   “Πολύ ωραία!”, απάντησε ο Σκαθαρούλης και
                    χωρίς να χάσει χρόνο, φόρτωσε έναν μεγάλο

                    σπόρο στην πλάτη του και μπήκε στη σειρά,
                              μαζί με τα άλλα μυρμήγκια.
                   Ο καιρός κυλούσε αργά, με πολλές διαδρομές
                          και αρκετούς σπόρους στην πλάτη.

                      Τα μανιταρομυρμήγκια δεν σταματούσαν
                          στιγμή, ούτε καν για λίγο παιχνίδι.
                      Το κουβάλημα των σπόρων ξεκινούσε από
                          την ώρα που έβγαινε ο ήλιος μέχρι
                    που σκοτείνιαζε.  Ο Σκαθαρούλης ένιωθε πια
                                  αρκετά κουρασμένος.

                       Δεν άντεχε άλλο να κουβαλά σπόρους.
                          “Κάτι πρέπει να κάνω”, σκέφτηκε.
                      “Όμως, αυτοί είναι φίλοι μου και, εάν δεν
                       κουβαλήσω σπόρους, θα σταματήσουν
                                   να είναι φίλοι μου.”

                      Κάθε φορά που ετοιμαζόταν να πει κάτι,
                      ένιωθε πως οι λέξεις δεν έβγαιναν από το
                        στόμα του, λες και κάτι τον εμπόδιζε,
                                    κάτι τον τρόμαζε.
                     “Μα τι φοβάμαι επιτέλους;” αναρωτιόταν το
                                 μικρό κόκκινο σκαθάρι.








                                              9
   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16   17