Page 9 - Το Κόκκινο Σκαθάρι
P. 9

“Τέλεια ιδέα”, είπε το κόκκινο σκαθάρι.
                       “Όμως πες μου, τι είναι τα τσιμπούρια;”
                       “Είναι κάτι μικρά πράσινα μυγάκια που
                              με τσιμπάνε και με πονάνε”,
                                αποκρίθηκε το πρόβατο.
                     “Θα τα πιάνεις με τα ποδαράκια σου και θα

                         τα πετάς μακριά από την πλάτη μου.
                      Μέχρι να τα πετάξεις όλα, θα έχεις γίνει
                      στρογγυλός και θα είσαι έτοιμος να βρεις
                                τους νέους φίλους σου”.

                     Έτσι κι έγινε. Το κόκκινο σκαθάρι βρέθηκε
                   στην πλάτη του μπλε προβάτου και, ολημερίς
                    και ολονυχτίς, καθάριζε τα τσιμπούρια, που
                               δεν έλεγαν να τελειώσουν.
                       Ο καιρός περνούσε και ο Σκαθαρούλης
                     ανυπομονούσε να δει τον κόσμο. Περίμενε

                      υπομονετικά να γίνει στρογγυλός, όμως,
                        τίποτα δεν άλλαζε.  Τίποτα απολύτως.
                        “Πότε θα μεγαλώσω;”, σκεφτόταν με
                     παράπονο. “Πότε θα γνωρίσω τους φίλους
                        μου”; αναρωτιόταν το μικρό σκαθάρι,

                       κατάκοπο από τη κούραση και τη ζέστη.
                     Κι είχε τόση ζέστη, που ακόμα και το μπλε
                   πρόβατο είχε ξαπλώσει στα χορτάρια και είχε
                      αποκοιμηθεί. Ο Σκαθαρούλης ένιωσε πως
                        ήταν η μόνη ευκαιρία να ξεφύγει από
                                   το ραδικοφάσουλο.








                                              6
   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13   14